- ασυρης
- ἀσυρήςἀσῡρής2гнусный, мерзкий, отвратительный
(ἄνθρωπος Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄνθρωπος Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ασυρής — ἀσυρής, ές (Α) ρυπαρός, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ασυρής ανάγεται πιθ. στο ρ. σύρω και παρουσιάζει την ίδια σημασιολογική εξέλιξη όπως τα σύρμα, συρφετός «αυτό που σύρεται, που σαρώνεται, το σκουπίδι». Προήλθε πιθ. από α αθροιστικό… … Dictionary of Greek
ἀσυρής — lewd masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυρῆ — ἀσυρής lewd neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσυρής lewd masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσυρής lewd masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυρές — ἀσυρής lewd masc/fem voc sg ἀσυρής lewd neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυροῦς — ἀσυρής lewd masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυρίων — ἀσυρής lewd masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυρῶς — ἀσυρής lewd adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)